πρασόλιθος

πρασόλιθος
ο, Ν
(ορυκτ.) βλ. πράσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πράσιος — ο / πράσιος, ον, ΝΑ [πράσον] νεοελλ. πράσινη ποικιλία τού χαλαζία, το χρώμα τής οποίας οφείλεται στην παρουσία τού πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθος αρχ. 1. πράσινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πράσιος α) εμετός β) είδος πολύτιμου λίθου, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”